- παρασπόνδως
- παράσπονδοςcontrary to a compactadverbialπαράσπονδοςcontrary to a compactmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκσπονδος — η, ον (AM ἔκσπονδος, ον) Ι. 1. αυτός που δεν συμπεριλαμβάνεται στις σπονδές, που αποκλείστηκε από αυτές («ἐκσπόνδους εἶναι τούτων τῶν συνθηκῶν», Πολύβ.) 2. αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, που ενεργεί παρά τις σπονδές 3. (για ενέργειες ή… … Dictionary of Greek
παράσπονδος — η, ο / παράσπονδος, ον, ΝΑ 1. αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, τις συνθήκες, που δεν τηρεί τις συμφωνίες 2. (για πρόσ.) ο παραβάτης συνθηκών και συμφωνιών, ο επίορκος 3. αυτός που γίνεται κατά παράβαση τών συνθηκών. επίρρ... παρασπόνδως Α κατά… … Dictionary of Greek